αυτοεξορίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοεξορίζομαι < αυτο- + εξορίζομαι
Συγγενικά
- αυτοεξορία
- αυτοεξόριστος
- → δείτε τις λέξεις αυτός, εξορία και όρος
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοεξορίζομαι | αυτοεξοριζόμουν(α) | θα αυτοεξορίζομαι | να αυτοεξορίζομαι | ||
| β' ενικ. | αυτοεξορίζεσαι | αυτοεξοριζόσουν(α) | θα αυτοεξορίζεσαι | να αυτοεξορίζεσαι | (αυτοεξορίζου) | |
| γ' ενικ. | αυτοεξορίζεται | αυτοεξοριζόταν(ε) | θα αυτοεξορίζεται | να αυτοεξορίζεται | ||
| α' πληθ. | αυτοεξοριζόμαστε | αυτοεξοριζόμαστε αυτοεξοριζόμασταν |
θα αυτοεξοριζόμαστε | να αυτοεξοριζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αυτοεξορίζεστε | αυτοεξοριζόσαστε αυτοεξοριζόσασταν |
θα αυτοεξορίζεστε | να αυτοεξορίζεστε | (αυτοεξορίζεστε) | |
| γ' πληθ. | αυτοεξορίζονται | αυτοεξορίζονταν αυτοεξοριζόντουσαν |
θα αυτοεξορίζονται | να αυτοεξορίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοεξορίστηκα | θα αυτοεξοριστώ | να αυτοεξοριστώ | αυτοεξοριστεί | ||
| β' ενικ. | αυτοεξορίστηκες | θα αυτοεξοριστείς | να αυτοεξοριστείς | αυτοεξορίσου | ||
| γ' ενικ. | αυτοεξορίστηκε | θα αυτοεξοριστεί | να αυτοεξοριστεί | |||
| α' πληθ. | αυτοεξοριστήκαμε | θα αυτοεξοριστούμε | να αυτοεξοριστούμε | |||
| β' πληθ. | αυτοεξοριστήκατε | θα αυτοεξοριστείτε | να αυτοεξοριστείτε | αυτοεξοριστείτε | ||
| γ' πληθ. | αυτοεξορίστηκαν αυτοεξοριστήκαν(ε) |
θα αυτοεξοριστούν(ε) | να αυτοεξοριστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αυτοεξοριστεί | είχα αυτοεξοριστεί | θα έχω αυτοεξοριστεί | να έχω αυτοεξοριστεί | αυτοεξορισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αυτοεξοριστεί | είχες αυτοεξοριστεί | θα έχεις αυτοεξοριστεί | να έχεις αυτοεξοριστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοεξοριστεί | είχε αυτοεξοριστεί | θα έχει αυτοεξοριστεί | να έχει αυτοεξοριστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοεξοριστεί | είχαμε αυτοεξοριστεί | θα έχουμε αυτοεξοριστεί | να έχουμε αυτοεξοριστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοεξοριστεί | είχατε αυτοεξοριστεί | θα έχετε αυτοεξοριστεί | να έχετε αυτοεξοριστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοεξοριστεί | είχαν αυτοεξοριστεί | θα έχουν αυτοεξοριστεί | να έχουν αυτοεξοριστεί | ||
Μεταφράσεις
αυτοεξορίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.