εκπατρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκπατρισμένος | η | εκπατρισμένη | το | εκπατρισμένο |
| γενική | του | εκπατρισμένου | της | εκπατρισμένης | του | εκπατρισμένου |
| αιτιατική | τον | εκπατρισμένο | την | εκπατρισμένη | το | εκπατρισμένο |
| κλητική | εκπατρισμένε | εκπατρισμένη | εκπατρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκπατρισμένοι | οι | εκπατρισμένες | τα | εκπατρισμένα |
| γενική | των | εκπατρισμένων | των | εκπατρισμένων | των | εκπατρισμένων |
| αιτιατική | τους | εκπατρισμένους | τις | εκπατρισμένες | τα | εκπατρισμένα |
| κλητική | εκπατρισμένοι | εκπατρισμένες | εκπατρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκπατρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκπατρίζομαι
Μεταφράσεις
εκπατρισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.