ferrum

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

ferrum < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ferrum ουδέτερο

  1. σίδηρος
  2. σιδερένιο εργαλείο ή όπλο
  3. σπαθί

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική ferrum ferra
γενική ferrī ferrōrum
δοτική ferrō ferrīs
αιτιατική ferrum ferra
κλητική ferrum ferra
αφαιρετική ferrō ferrīs
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.