ατομικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατομικότητα οι ατομικότητες
      γενική της ατομικότητας των ατομικοτήτων
    αιτιατική την ατομικότητα τις ατομικότητες
     κλητική ατομικότητα ατομικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ατομικότητα < ατομικός + -ότητα

Ουσιαστικό

ατομικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του ατόμου, του καθενός ως ξεχωριστής οντότητας· του ατομικού, της ιδιαιτερότητας σε σχέση με τους άλλους
  2. η έμφαση στην υπεροχή του ατόμου, του κάθε προσώπου, έναντι των κοινωνικών ομάδων
     συνώνυμα: ατομισμός, ατομικισμός
     αντώνυμα: συλλογικότητα, κοινωνικότητα
  3. (πληροφορική, βάσεις δεδομένων) η τεχνική της ομαδοποίησης πολλών διαφορετικών λειτουργιών έτσι ώστε αν κάποια αποτύχει, να αποτύχουν όλες, και το σύστημα να επανέλθει στην αρχική του κατάσταση[1]

Συγγενικά

  • (βάσεις δεδομένων) ACID

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Δοσοληψίες & Ταυτοχρονισμός, Προχωρημένα Θέματα Βάσεων Δεδομένων του τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του ΕΜΠ. Προσπέλαση 2020-03-11
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.