ομαδοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομαδοποίηση οι ομαδοποιήσεις
      γενική της ομαδοποίησης* των ομαδοποιήσεων
    αιτιατική την ομαδοποίηση τις ομαδοποιήσεις
     κλητική ομαδοποίηση ομαδοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ομαδοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ομαδοποίηση < ομάδ(α) + -ο- + -ποίηση, απόδοση για τη γαλλική groupement[1]

Ουσιαστικό

ομαδοποίηση θηλυκό

  1. η δημιουργία ομάδων από συναφή αντικείμενα
  2. η δημιουργία ομάδων που αποτελούνται από πρόσωπα με συναφείς ιδιότητες, ιδέες, συμφέροντα ή στόχους, εις βάρος της ενότητας ενός ευρύτερου συνόλου

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.