ομαδοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ομαδοποίηση | οι | ομαδοποιήσεις |
| γενική | της | ομαδοποίησης* | των | ομαδοποιήσεων |
| αιτιατική | την | ομαδοποίηση | τις | ομαδοποιήσεις |
| κλητική | ομαδοποίηση | ομαδοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ομαδοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ομαδοποίηση < ομάδ(α) + -ο- + -ποίηση, απόδοση για τη γαλλική groupement[1]
Ουσιαστικό
ομαδοποίηση θηλυκό
Μεταφράσεις
ομαδοποίηση
|
Αναφορές
- ομαδοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.