κοινωνικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοινωνικότητα οι κοινωνικότητες
      γενική της κοινωνικότητας των κοινωνικοτήτων
    αιτιατική την κοινωνικότητα τις κοινωνικότητες
     κλητική κοινωνικότητα κοινωνικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοινωνικότητα < κοινωνικός + -ότητα

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.no.niˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοινωνικότητα

Ουσιαστικό

κοινωνικότητα θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.