ασταφίδιαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασταφίδιαστος | η | ασταφίδιαστη | το | ασταφίδιαστο |
| γενική | του | ασταφίδιαστου | της | ασταφίδιαστης | του | ασταφίδιαστου |
| αιτιατική | τον | ασταφίδιαστο | την | ασταφίδιαστη | το | ασταφίδιαστο |
| κλητική | ασταφίδιαστε | ασταφίδιαστη | ασταφίδιαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασταφίδιαστοι | οι | ασταφίδιαστες | τα | ασταφίδιαστα |
| γενική | των | ασταφίδιαστων | των | ασταφίδιαστων | των | ασταφίδιαστων |
| αιτιατική | τους | ασταφίδιαστους | τις | ασταφίδιαστες | τα | ασταφίδιαστα |
| κλητική | ασταφίδιαστοι | ασταφίδιαστες | ασταφίδιαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασταφίδιαστος < α- + σταφιδιάζω + -τος
Επίθετο
ασταφίδιαστος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν έχει σταφιδιάσει, δεν έχει μετατραπεί σε σταφίδα
- άλλες μορφές: ασταφίδωτος
- (μεταφορικά) που δεν έχει σταφιδιάσει, δεν έχει ζαρώσει, αφυδατωθεί, δεν έχει πάψει να είναι σφριγηλός
- (μεταφορικά) (για πρόσωπο) χωρίς ρυτίδες
Αντώνυμα
Πηγές
- ασταφίδιαστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ασταφίδιαστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
ασταφίδιαστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.