ρυτίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρυτίδα οι ρυτίδες
      γενική της ρυτίδας των ρυτίδων
    αιτιατική τη ρυτίδα τις ρυτίδες
     κλητική ρυτίδα ρυτίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρυτίδα < αρχαία ελληνική ῥυτίς

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾiˈti.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρυτίδα

Ουσιαστικό

ρυτίδα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.