-ού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -ού οι -ούδες
      γενική της -ούς των -ούδων
    αιτιατική τη(ν) -ού τις -ούδες
     κλητική -ού -ούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ού < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ού < αρχαία ελληνική [1]. Δείτε και -λού

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈu/

Επίθημα

-ού θηλυκό

  1. επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν τη σύζυγο κάποιου επαγγελματία ή τη γυναίκα που ασκεί το συγκεκριμένο επάγγελμα
    μυλωνού
  2. επίθημα θηλυκών ουσιαστικών ή επιθέτων από αντίστοιχα αρσενικά (ή χωρίς να υπάρχουν αντίστοιχα αρσενικά)
    υπναρού, καμπαρετζού
  3. κατάληξη διαφόρων θηλυκών ουσιαστικών
    αλεπού

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ού στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -ού - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.