πλαζ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πλαζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική plage < μεσαιωνική λατινική plagia < αρχαία ελληνική πλαγία < πλάγιος
πλαζ με ομπρέλες και ξαπλώστρες

Ουσιαστικό

πλαζ θηλυκό άκλιτο

  • μεγάλη παραλία (συνήθως με άμμο και διάφορες εγκαταστάσεις για εξυπηρέτηση των λουομένων), που την επισκέπτονται άνθρωποι για κολύμβηση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.