ασπρειδερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασπρειδερός | η | ασπρειδερή | το | ασπρειδερό |
| γενική | του | ασπρειδερού | της | ασπρειδερής | του | ασπρειδερού |
| αιτιατική | τον | ασπρειδερό | την | ασπρειδερή | το | ασπρειδερό |
| κλητική | ασπρειδερέ | ασπρειδερή | ασπρειδερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασπρειδεροί | οι | ασπρειδερές | τα | ασπρειδερά |
| γενική | των | ασπρειδερών | των | ασπρειδερών | των | ασπρειδερών |
| αιτιατική | τους | ασπρειδερούς | τις | ασπρειδερές | τα | ασπρειδερά |
| κλητική | ασπρειδεροί | ασπρειδερές | ασπρειδερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασπρειδερός < άσπρος + -ειδερός
Μεταφράσεις
ασπρειδερός
|
Πηγές
- ασπρειδερός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.