νόρμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νόρμα | οι | νόρμες |
| γενική | της | νόρμας | — | |
| αιτιατική | τη | νόρμα | τις | νόρμες |
| κλητική | νόρμα | νόρμες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νόρμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
νόρμα θηλυκό
- πρότυπο
- τύπος
- μέθοδος
- προκαθορισμένος χρόνος εκτέλεσης έργου, προρυθμισμένη διάρκεια
- συμπεριφορικός κανόνας
Συγγενικά
- Νόρμα (ως όνομα)
Μεταφράσεις
νόρμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.