νόρμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νόρμα οι νόρμες
      γενική της νόρμας
    αιτιατική τη νόρμα τις νόρμες
     κλητική νόρμα νόρμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νόρμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

νόρμα θηλυκό

  1. πρότυπο
  2. τύπος
  3. μέθοδος
  4. προκαθορισμένος χρόνος εκτέλεσης έργου, προρυθμισμένη διάρκεια
  5. συμπεριφορικός κανόνας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.