υπόλευκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπόλευκος | η | υπόλευκη | το | υπόλευκο |
| γενική | του | υπόλευκου | της | υπόλευκης | του | υπόλευκου |
| αιτιατική | τον | υπόλευκο | την | υπόλευκη | το | υπόλευκο |
| κλητική | υπόλευκε | υπόλευκη | υπόλευκο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπόλευκοι | οι | υπόλευκες | τα | υπόλευκα |
| γενική | των | υπόλευκων | των | υπόλευκων | των | υπόλευκων |
| αιτιατική | τους | υπόλευκους | τις | υπόλευκες | τα | υπόλευκα |
| κλητική | υπόλευκοι | υπόλευκες | υπόλευκα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπόλευκος < αρχαία ελληνική ὑπόλευκος < ὑπό + λευκός
Συνώνυμα
- ασπριδερός / ασπρειδερός / ασπρουδερός / ασπροδερός
- ασπρουλιάρης
- ασπρουλιάρικος
- ασπρουλός
- ασπρούτσικος
- ημίλευκος
- λευκωπός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.