ασμίλευτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασμίλευτος η ασμίλευτη το ασμίλευτο
      γενική του ασμίλευτου της ασμίλευτης του ασμίλευτου
    αιτιατική τον ασμίλευτο την ασμίλευτη το ασμίλευτο
     κλητική ασμίλευτε ασμίλευτη ασμίλευτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασμίλευτοι οι ασμίλευτες τα ασμίλευτα
      γενική των ασμίλευτων των ασμίλευτων των ασμίλευτων
    αιτιατική τους ασμίλευτους τις ασμίλευτες τα ασμίλευτα
     κλητική ασμίλευτοι ασμίλευτες ασμίλευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασμίλευτος < α- + σμιλεύω + -τος

Επίθετο

ασμίλευτος

  1. που δεν έχει σμιλευτεί, δεν τον έχουν επεξεργαστεί με τη σμίλη
     συνώνυμα: αλάξευτος, απελέκητος
  2. (μεταφορικά) (για λόγο) ανεπεξέργαστος, αδούλευτος, ακατέργαστος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.