σμιλεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σμιλεύω < ελληνιστική κοινή σμιλεύω[1] / σμιλεύομαι[2] < αρχαία ελληνική σμίλη

Ρήμα

σμιλεύω (παθητική φωνή: σμιλεύομαι)

  1. δουλεύω με τη σμίλη γλύφοντας κάποιο υλικό (μάρμαρο, πέτρα κ.λπ.) και δίνοντάς του μια μορφή (άγαλμα, ειδώλιο κ.λπ.)
  2. (μεταφορικά) διαμορφώνω πχ. την προσωπικότητα ενός ανθρώπου
  3. (μεταφορικά) γυμνάζω και γραμμώνω κάποιο σώμα, κορμί κ.λπ.

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

  1. σμιλεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. σμιλεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.