σμιλεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σμιλεύω < ελληνιστική κοινή σμιλεύω[1] / σμιλεύομαι[2] < αρχαία ελληνική σμίλη
Ρήμα
σμιλεύω (παθητική φωνή: σμιλεύομαι)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σμίλη
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σμιλεύω | σμίλευα | θα σμιλεύω | να σμιλεύω | σμιλεύοντας | |
| β' ενικ. | σμιλεύεις | σμίλευες | θα σμιλεύεις | να σμιλεύεις | σμίλευε | |
| γ' ενικ. | σμιλεύει | σμίλευε | θα σμιλεύει | να σμιλεύει | ||
| α' πληθ. | σμιλεύουμε | σμιλεύαμε | θα σμιλεύουμε | να σμιλεύουμε | ||
| β' πληθ. | σμιλεύετε | σμιλεύατε | θα σμιλεύετε | να σμιλεύετε | σμιλεύετε | |
| γ' πληθ. | σμιλεύουν(ε) | σμίλευαν σμιλεύαν(ε) |
θα σμιλεύουν(ε) | να σμιλεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σμίλεψα | θα σμιλέψω | να σμιλέψω | σμιλέψει | ||
| β' ενικ. | σμίλεψες | θα σμιλέψεις | να σμιλέψεις | σμίλεψε | ||
| γ' ενικ. | σμίλεψε | θα σμιλέψει | να σμιλέψει | |||
| α' πληθ. | σμιλέψαμε | θα σμιλέψουμε | να σμιλέψουμε | |||
| β' πληθ. | σμιλέψατε | θα σμιλέψετε | να σμιλέψετε | σμιλέψτε | ||
| γ' πληθ. | σμίλεψαν σμιλέψαν(ε) |
θα σμιλέψουν(ε) | να σμιλέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σμιλέψει | είχα σμιλέψει | θα έχω σμιλέψει | να έχω σμιλέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις σμιλέψει | είχες σμιλέψει | θα έχεις σμιλέψει | να έχεις σμιλέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει σμιλέψει | είχε σμιλέψει | θα έχει σμιλέψει | να έχει σμιλέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σμιλέψει | είχαμε σμιλέψει | θα έχουμε σμιλέψει | να έχουμε σμιλέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε σμιλέψει | είχατε σμιλέψει | θα έχετε σμιλέψει | να έχετε σμιλέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σμιλέψει | είχαν σμιλέψει | θα έχουν σμιλέψει | να έχουν σμιλέψει |
| |
Μεταφράσεις
- σμιλεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- σμιλεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.