αδούλευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδούλευτος | η | αδούλευτη | το | αδούλευτο |
| γενική | του | αδούλευτου | της | αδούλευτης | του | αδούλευτου |
| αιτιατική | τον | αδούλευτο | την | αδούλευτη | το | αδούλευτο |
| κλητική | αδούλευτε | αδούλευτη | αδούλευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδούλευτοι | οι | αδούλευτες | τα | αδούλευτα |
| γενική | των | αδούλευτων | των | αδούλευτων | των | αδούλευτων |
| αιτιατική | τους | αδούλευτους | τις | αδούλευτες | τα | αδούλευτα |
| κλητική | αδούλευτοι | αδούλευτες | αδούλευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αδούλευτος, -η, -ο
- (για πρόσωπα) που δεν έχει ασκηθεί αρκετά, είτε σωματικά είτε διανοητικά
- (για πράγματα) που δεν έχει δουλέψει κανείς πάνω του
- τα χωράφια έμειναν αδούλευτα λόγω του πολέμου
- που δεν έχει δεχτεί την κατάλληλη επεξεργασία ώστε να φτάσει σε μια ολοκληρωμένη μορφή
- το σενάριο είναι ακόμα αδούλευτο, θα χρειαστεί ακόμη πολλή δουλειά
Μεταφράσεις
αδούλευτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.