σμίλη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σμίλη | οι | σμίλες |
| γενική | της | σμίλης | των | σμιλών |
| αιτιατική | τη | σμίλη | τις | σμίλες |
| κλητική | σμίλη | σμίλες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
Σμίλη εξορύξεων με τρεις οδοντωτούς λοξότμητους τροχούς.

Μηχανοκίνητη σμίλη.
Ετυμολογία
- σμίλη < αρχαία ελληνική σμίλη
Ουσιαστικό
σμίλη θηλυκό
- εργαλείο διαφόρων επαγγελμάτων (λιθοξόου, σιδηρουργού, χειρουργού κλπ), που έχει μία πεπλατυσμένη κοφτερή άκρη
- δόντι σμιλόδοντα
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
σμίλη < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.