ασκότιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασκότιστος η ασκότιστη το ασκότιστο
      γενική του ασκότιστου της ασκότιστης του ασκότιστου
    αιτιατική τον ασκότιστο την ασκότιστη το ασκότιστο
     κλητική ασκότιστε ασκότιστη ασκότιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασκότιστοι οι ασκότιστες τα ασκότιστα
      γενική των ασκότιστων των ασκότιστων των ασκότιστων
    αιτιατική τους ασκότιστους τις ασκότιστες τα ασκότιστα
     κλητική ασκότιστοι ασκότιστες ασκότιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασκότιστος < μεσαιωνική ελληνική ασκότιστος

Επίθετο

ασκότιστος, -η, -ο

  1. που δε σκεπάστηκε από σκοτάδι
  2. (μεταφορικά) που δεν έχει ζαλάδες ή σκοτούρες
     συνώνυμα: αμέριμνος, ανενόχλητος, ξένοιαστος
     αντώνυμα: σκοτισμένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.