ασκότιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασκότιστος | η | ασκότιστη | το | ασκότιστο |
| γενική | του | ασκότιστου | της | ασκότιστης | του | ασκότιστου |
| αιτιατική | τον | ασκότιστο | την | ασκότιστη | το | ασκότιστο |
| κλητική | ασκότιστε | ασκότιστη | ασκότιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασκότιστοι | οι | ασκότιστες | τα | ασκότιστα |
| γενική | των | ασκότιστων | των | ασκότιστων | των | ασκότιστων |
| αιτιατική | τους | ασκότιστους | τις | ασκότιστες | τα | ασκότιστα |
| κλητική | ασκότιστοι | ασκότιστες | ασκότιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασκότιστος < μεσαιωνική ελληνική ασκότιστος
Επίθετο
ασκότιστος, -η, -ο
- που δε σκεπάστηκε από σκοτάδι
- (μεταφορικά) που δεν έχει ζαλάδες ή σκοτούρες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.