σκοτισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκοτισμένος | η | σκοτισμένη | το | σκοτισμένο |
| γενική | του | σκοτισμένου | της | σκοτισμένης | του | σκοτισμένου |
| αιτιατική | τον | σκοτισμένο | τη | σκοτισμένη | το | σκοτισμένο |
| κλητική | σκοτισμένε | σκοτισμένη | σκοτισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκοτισμένοι | οι | σκοτισμένες | τα | σκοτισμένα |
| γενική | των | σκοτισμένων | των | σκοτισμένων | των | σκοτισμένων |
| αιτιατική | τους | σκοτισμένους | τις | σκοτισμένες | τα | σκοτισμένα |
| κλητική | σκοτισμένοι | σκοτισμένες | σκοτισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκοτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σκοτίζω, σκοτίζομαι
Μεταφράσεις
σκοτισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.