ξένοιαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξένοιαστος | η | ξένοιαστη | το | ξένοιαστο |
| γενική | του | ξένοιαστου | της | ξένοιαστης | του | ξένοιαστου |
| αιτιατική | τον | ξένοιαστο | την | ξένοιαστη | το | ξένοιαστο |
| κλητική | ξένοιαστε | ξένοιαστη | ξένοιαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξένοιαστοι | οι | ξένοιαστες | τα | ξένοιαστα |
| γενική | των | ξένοιαστων | των | ξένοιαστων | των | ξένοιαστων |
| αιτιατική | τους | ξένοιαστους | τις | ξένοιαστες | τα | ξένοιαστα |
| κλητική | ξένοιαστοι | ξένοιαστες | ξένοιαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξένοιαστος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξένοιαστος < ξέγνοιαστος
Επίθετο
ξένοιαστος
- που ζει χωρίς έγνοιες, αμέριμνος
- ※ Τα χρόνια εκείνα, που γίνονται τούτα που γράφω, οι άνθρωποι με όλες τους τις μιζέριες ζούσαν ξένοιαστοι, μ' ένα τρόπο. (Ασημάκης Πανσέληνος (1974). Τότε που ζούσαμε [αναμνήσεις])
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.