ασάλευτα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ασάλευτα < ασάλευτος + -α < αρχαία ελληνική ἀσάλευτος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ασάλευτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασάλευτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.