immobile
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ⓘ
Επίθετο
ενικός
πληθυντικός
immobile
immobiles
immobile
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
ακίνητος
,
αταλάντευτος
Ιταλικά
(it)
Ετυμολογία
immobile
<
λατινική
immobilis
προφορά
ⓘ
Επίθετο
ενικός
πληθυντικός
immobile
immobili
immobile
(it)
ακίνητος
Ουσιαστικό
immobile
(it)
ακίνητη
περιουσία
,
κτίριο
,
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.