σάλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σάλος οι σάλοι
      γενική του σάλου των σάλων
    αιτιατική τον σάλο τους σάλους
     κλητική σάλε σάλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σάλος < αρχαία ελληνική σάλος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsa.los/

Ουσιαστικό

σάλος αρσενικό

  1. ισχυρός κυματισμός της θάλασσας
     συνώνυμα: θαλασσοταραχή
  2. (μεταφορικά) ο ευρύτατος, συνήθως αρνητικός, αντίκτυπος που έχει ένα γεγονός στην κοινή γνώμη
     συνώνυμα: αναταραχή, σύγχυση, αναστάτωση
    Το ψέμα του όμως δεν κράτησε για καιρό και τώρα ξέσπασε σάλος για τη συγγραφική απάτη.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.