αρχοντοχωριάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχοντοχωριάτης οι αρχοντοχωριάτες
      γενική του αρχοντοχωριάτη των αρχοντοχωριατών
    αιτιατική τον αρχοντοχωριάτη τους αρχοντοχωριάτες
     κλητική αρχοντοχωριάτη αρχοντοχωριάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχοντοχωριάτης < αρχοντο- + χωριάτης [1][2] (Χρειάζεται στοιχεία: πότε πρωτοεμφανίστηκε η λέξη? )

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.xon.do.xoɾˈʝa.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρχοντοχωριάτης

Ουσιαστικό

αρχοντοχωριάτης αρσενικό

  1. πλούσιος χωριάτης
  2. (μετωνυμία) νεόπλουτος άξεστος που αρέσκεται να μιμείται τους ευγενείς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αρχοντοχωριάτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. s.v. «άρχοντας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. «αρχοντοχωριάτης» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.