αρχοντοχωριάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρχοντοχωριάτης | οι | αρχοντοχωριάτες |
| γενική | του | αρχοντοχωριάτη | των | αρχοντοχωριατών |
| αιτιατική | τον | αρχοντοχωριάτη | τους | αρχοντοχωριάτες |
| κλητική | αρχοντοχωριάτη | αρχοντοχωριάτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.xon.do.xoɾˈʝa.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χο‐ντο‐χω‐ριά‐της
Ουσιαστικό
αρχοντοχωριάτης αρσενικό
- πλούσιος χωριάτης
- (μετωνυμία) νεόπλουτος άξεστος που αρέσκεται να μιμείται τους ευγενείς
Συγγενικά
- αρχοντοχώρι
- αρχοντοχωριατιά
- αρχοντοχωριάτικα
- αρχοντοχωριάτικος
- αρχοντοχωριατισμός
- αρχοντοχωριάτισσα
- → δείτε τις λέξεις άρχοντας και χωριάτης
Αναφορές
- αρχοντοχωριάτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- s.v. «άρχοντας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- «αρχοντοχωριάτης» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.