αρχοντοχωριάτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρχοντοχωριάτικος | η | αρχοντοχωριάτικη | το | αρχοντοχωριάτικο |
| γενική | του | αρχοντοχωριάτικου | της | αρχοντοχωριάτικης | του | αρχοντοχωριάτικου |
| αιτιατική | τον | αρχοντοχωριάτικο | την | αρχοντοχωριάτικη | το | αρχοντοχωριάτικο |
| κλητική | αρχοντοχωριάτικε | αρχοντοχωριάτικη | αρχοντοχωριάτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρχοντοχωριάτικοι | οι | αρχοντοχωριάτικες | τα | αρχοντοχωριάτικα |
| γενική | των | αρχοντοχωριάτικων | των | αρχοντοχωριάτικων | των | αρχοντοχωριάτικων |
| αιτιατική | τους | αρχοντοχωριάτικους | τις | αρχοντοχωριάτικες | τα | αρχοντοχωριάτικα |
| κλητική | αρχοντοχωριάτικοι | αρχοντοχωριάτικες | αρχοντοχωριάτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αρχοντοχωριάτικος < αρχοντοχωριάτ(ης) + -ικος
Συγγενικά
- αρχοντοχωριάτικα
- → δείτε τις λέξεις αρχοντοχωριάτης, άρχοντας, χωριάτης και χωριό
Μεταφράσεις
αρχοντοχωριάτικος
|
|
Πηγές
- αρχοντοχωριάτικος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.