αφεντοχωριάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αφεντοχωριάτης οι αφεντοχωριάτες
      γενική του αφεντοχωριάτη των αφεντοχωριατών
    αιτιατική τον αφεντοχωριάτη τους αφεντοχωριάτες
     κλητική αφεντοχωριάτη αφεντοχωριάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφεντοχωριάτης < αφέντ(ης) + -ο- + χωριάτης

Ουσιαστικό

αφεντοχωριάτης αρσενικό (θηλυκό αφεντοχωριάτισσα)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.