αρχηγίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχηγίδα οι αρχηγίδες
      γενική της αρχηγίδας των αρχηγίδων
    αιτιατική την αρχηγίδα τις αρχηγίδες
     κλητική αρχηγίδα αρχηγίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχηγίδα < αρχηγ(ός) + -ίδα < καθαρεύουσα ἀρχηγίς

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.çiˈʝi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρχηγίδα

Ουσιαστικό

αρχηγίδα θηλυκό

  • (ναυτικός όρος) το πλοίο στο οποίο επιβαίνει ο αρχηγός του στόλου, η ναυαρχίδα
      Στις 17 Οκτωβρίου 1918 η Τουρκία υπόγραψε ανακωχή στο λιμάνι Μούδρος της Λήμνου, που ήταν η κύρια βάση του Συμμαχικού στόλου. Ο Αγγλογαλλικός στρατός προωθήθηκε στη Θράκη και κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη, ενώ τμήμα ελληνικού στρατού εγκαθίσταντο επίσης στην πρωτεύουσα των σουλτάνων και ο ελληνικός στόλος ναυλοχούσε στο Βόσπορο, με αρχηγίδα το θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ».
    Έλενα Σωτηροπούλου, Ιφιγένεια Βαμβακίδου, Κωνσταντίνος Τσιούμης, Ημερολόγιο Δημητρίου Ι. Τούσση, 1916-1919: μεταγραφή και ταξινόμηση, Επιστημονική Επετηρίδα Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Τόμ. 25 (2013), σελ. 237

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.