αρχηγίσκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχηγίσκος οι αρχηγίσκοι
      γενική του αρχηγίσκου των αρχηγίσκων
    αιτιατική τον αρχηγίσκο τους αρχηγίσκους
     κλητική αρχηγίσκε αρχηγίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχηγίσκος < αρχηγός + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος

Ουσιαστικό

αρχηγίσκος αρσενικό

  1. (υποτιμητικά) αρχηγός μικρής ομάδας
  2. (υποτιμητικά) αρχηγός ανίκανης ομάδας

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.