captain
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| captain | captains |
Ετυμολογία
- captain < παλαιά γαλλική capitaine < λατινική capitaneus < caput
Ουσιαστικό
captain (en)
- (στρατιωτικός βαθμός) λοχαγός, σμηναγός
- ο καπετάνιος
- ο αρχηγός μιας αθλητικής ομάδας
- ↪ the captains of each team - οι αρχηγοί της κάθε ομάδας
- ↪ The team captain scored.
- Ο αρχηγός της ομάδας σκόραρε.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.