αρχάριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρχάριος η αρχάρια το αρχάριο
      γενική του αρχάριου της αρχάριας του αρχάριου
    αιτιατική τον αρχάριο την αρχάρια το αρχάριο
     κλητική αρχάριε αρχάρια αρχάριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρχάριοι οι αρχάριες τα αρχάρια
      γενική των αρχάριων των αρχάριων των αρχάριων
    αιτιατική τους αρχάριους τις αρχάριες τα αρχάρια
     κλητική αρχάριοι αρχάριες αρχάρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρχάριος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρχάριος (που ξεκινά να πηγαίνει σχολείο) < αρχαία ελληνική ἀρχή + ελληνιστική κοινή -άριος (< λατινική -arius) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική commençant, novice)

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾˈxa.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρχάριος

Επίθετο

αρχάριος, -α, -ο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.