αρχάριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρχάριος | η | αρχάρια | το | αρχάριο |
| γενική | του | αρχάριου | της | αρχάριας | του | αρχάριου |
| αιτιατική | τον | αρχάριο | την | αρχάρια | το | αρχάριο |
| κλητική | αρχάριε | αρχάρια | αρχάριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρχάριοι | οι | αρχάριες | τα | αρχάρια |
| γενική | των | αρχάριων | των | αρχάριων | των | αρχάριων |
| αιτιατική | τους | αρχάριους | τις | αρχάριες | τα | αρχάρια |
| κλητική | αρχάριοι | αρχάριες | αρχάρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αρχάριος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρχάριος (που ξεκινά να πηγαίνει σχολείο) < αρχαία ελληνική ἀρχή + ελληνιστική κοινή -άριος (< λατινική -arius) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική commençant, novice)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾˈxa.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χά‐ρι‐ος
Μεταφράσεις
Πηγές
- αρχάριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.