αρρευστοποίητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρρευστοποίητος η αρρευστοποίητη το αρρευστοποίητο
      γενική του αρρευστοποίητου της αρρευστοποίητης του αρρευστοποίητου
    αιτιατική τον αρρευστοποίητο την αρρευστοποίητη το αρρευστοποίητο
     κλητική αρρευστοποίητε αρρευστοποίητη αρρευστοποίητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρρευστοποίητοι οι αρρευστοποίητες τα αρρευστοποίητα
      γενική των αρρευστοποίητων των αρρευστοποίητων των αρρευστοποίητων
    αιτιατική τους αρρευστοποίητους τις αρρευστοποίητες τα αρρευστοποίητα
     κλητική αρρευστοποίητοι αρρευστοποίητες αρρευστοποίητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρρευστοποίητος < α- (στερητικό) + ρευστοποιώ + -τος

Επίθετο

αρρευστοποίητος[1]

  1. (κυριολεκτικά) που δε ρευστοποιήθηκε ή δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί
  2. ((μεταφορικά) για περιουσιακά στοιχεία) που δε μετατράπηκαν σε χρήμα / ρευστό ή που δεν επιδέχονται τέτοια μετατροπή

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

  1. αρρευστοποίητος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αρευστοποίητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.