ρευστοποιήσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρευστοποιήσιμος η ρευστοποιήσιμη το ρευστοποιήσιμο
      γενική του ρευστοποιήσιμου της ρευστοποιήσιμης του ρευστοποιήσιμου
    αιτιατική τον ρευστοποιήσιμο τη ρευστοποιήσιμη το ρευστοποιήσιμο
     κλητική ρευστοποιήσιμε ρευστοποιήσιμη ρευστοποιήσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρευστοποιήσιμοι οι ρευστοποιήσιμες τα ρευστοποιήσιμα
      γενική των ρευστοποιήσιμων των ρευστοποιήσιμων των ρευστοποιήσιμων
    αιτιατική τους ρευστοποιήσιμους τις ρευστοποιήσιμες τα ρευστοποιήσιμα
     κλητική ρευστοποιήσιμοι ρευστοποιήσιμες ρευστοποιήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ρευστοποιήσιμος < ρευστοποιώ + -σιμος

Επίθετο

ρευστοποιήσιμος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.