αραλίκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αραλίκι | τα | αραλίκια |
| γενική | του | αραλικιού | των | αραλικιών |
| αιτιατική | το | αραλίκι | τα | αραλίκια |
| κλητική | αραλίκι | αραλίκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αραλίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική aralık < ara + -lık < παλαιά τουρκικά āra < πρωτοτουρκική *hār- (χώρισμα, διαίρεση)
Ουσιαστικό
αραλίκι ουδέτερο
- το άνοιγμα, η ρωγμή, η χαραμάδα
- ※ Το ξύλινο πάτωμα, με τα μεγάλα αραλίκια που άφηναν τα σανίδια, έτριζε σε κάθε μου βήμα. (Γιάννης Ξανθούλης (2008) Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων [μυθιστόρημα])
- η ευκαιρία
- η κατάσταση κατά την οποία χαλαρώνεις και δεν ασχολείσαι με τίποτα
- η τεμπελιά, η ανάπαυση, η χαλάρωση, το χουζούρι
- η κατάσταση άνετης διαβίωσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.