χουζούρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χουζούρι | τα | χουζούρια |
| γενική | του | χουζουριού | των | χουζουριών |
| αιτιατική | το | χουζούρι | τα | χουζούρια |
| κλητική | χουζούρι | χουζούρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χουζούρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική huzur (ξεκούραση) + -ι < αραβική حضور (ḥuḍūr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /xuˈzu.ɾi/
Ουσιαστικό
χουζούρι ουδέτερο
- το να ξεκουράζεται κάποιος τεμπελιάζοντας και να απολαμβάνει την κατάσταση αυτή
Συγγενικά
Μεταφράσεις
χουζούρι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.