ανάπαυση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανάπαυση | οι | αναπαύσεις |
| γενική | της | ανάπαυσης* | των | αναπαύσεων |
| αιτιατική | την | ανάπαυση | τις | αναπαύσεις |
| κλητική | ανάπαυση | αναπαύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναπαύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανάπαυση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνάπαυσις < ἀναπαύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈna.paf.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νά‐παυ‐ση
Ουσιαστικό
ανάπαυση θηλυκό
- ανάπαψη (ιδιωματικό)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.