ultimate

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

ultimate < λατινική ultimatus (απώτατος) < ultimus

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʌltɪmɪt/

Επίθετο

ultimate (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. ύστατος, έσχατος, τελικός, οριστικός
    That is my ultimate decision.
    Αυτή είναι η τελική απόφασή μου.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη final
  2. βασικός
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη fundamental
  3. που είναι στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό ή έκταση, υπέρτατος

Συγγενικά

Πηγές

  • ultimate - Oxford Learner's Dictionaries
  • Λήμμα «ultimate», στο: D.N. Stavropoulos και A.S. Hornby, Oxford English - Greek Learner's Dictionary (Οξφόρδη κ.α.: Oxford University Press, 1977, ISBN 0-19-431147-3), σ. 760.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.