απολυτήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απολυτήριο τα απολυτήρια
      γενική του απολυτήριου
& απολυτηρίου
των απολυτήριων
& απολυτηρίων
    αιτιατική το απολυτήριο τα απολυτήρια
     κλητική απολυτήριο απολυτήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
το απολυτήριο λυκείου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Ετυμολογία

απολυτήριο < ουδέτερο του απολυτήριος < απολύω + -τήριος

Ουσιαστικό

απολυτήριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.