layoff

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

layoff < από τη φράση lay off < lay & off

Ουσιαστικό

layoff (en)

  • η απόλυση εργαζομένων από τη δουλειά τους εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο εργοδότης

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.