αποχώρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποχώρηση | οι | αποχωρήσεις |
| γενική | της | αποχώρησης* | των | αποχωρήσεων |
| αιτιατική | την | αποχώρηση | τις | αποχωρήσεις |
| κλητική | αποχώρηση | αποχωρήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποχωρήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποχώρηση < αρχαία ελληνική ἀποχώρησις
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.poˈxo.ɾi.si/
Ουσιαστικό
αποχώρηση θηλυκό
- η ενέργεια με την οποία κάποιος αποχωρεί, φεύγει από κάποιο τόπο
- ο τερματισμός μιας δραστηριότητας
- η αποχώρηση από την ενεργό υπηρεσία
- η απόσυρση από συνεδρίαση ή συλλογικό σώμα
- η αποχώρηση της αντιπολίτευσης από τη Βουλή
- η αποχώρηση της ναζιστικής Γερμανίας από την Κοινωνία των Εθνών
Μεταφράσεις
αποχώρηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.