αποχώρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποχώρηση οι αποχωρήσεις
      γενική της αποχώρησης* των αποχωρήσεων
    αιτιατική την αποχώρηση τις αποχωρήσεις
     κλητική αποχώρηση αποχωρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποχωρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποχώρηση < αρχαία ελληνική ἀποχώρησις

Προφορά

ΔΦΑ : /a.poˈxo.ɾi.si/

Ουσιαστικό

αποχώρηση θηλυκό

  1. η ενέργεια με την οποία κάποιος αποχωρεί, φεύγει από κάποιο τόπο
  2. ο τερματισμός μιας δραστηριότητας
    η αποχώρηση από την ενεργό υπηρεσία
  3. η απόσυρση από συνεδρίαση ή συλλογικό σώμα
    η αποχώρηση της αντιπολίτευσης από τη Βουλή
    η αποχώρηση της ναζιστικής Γερμανίας από την Κοινωνία των Εθνών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.