απολαύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απολαύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπολαύω < ἀπό + λαύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leh₂u- (κέρδος, όφελος) (ομόρριζα: λεία, λῄζομαι, λῃστής, λαρός, λατινικά lucrum)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.poˈla.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απολαύω

Ρήμα

απολαύω (λόγιο, καθαρεύουσα: ἀπολαύω)

  • απολαμβάνω, έχω στην κατοχή μου, είμαι αποδέκτης (+ γενική: τιμής, εμπιστοσύνης…)
      Ὁ κ. Ζαχαρίας Παραδαρμένος εἶνε ἔγγαμος, ἐτῶν 55, ἀπολαύει τοῦ δικαιώματος τῆς Ἑλληνικῆς ἰθαγενείας, ὡς γεννηθεὶς ὑπὸ γονέων κλπ. (Χαράλαμπος Άννινος, Η οικογένεια διασκεδάζει)
    η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απολαύει ανεξαρτησίας από τις πολιτικές των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων αποβλέποντας στην ευθύνη για τη σταθερότητα του ευρωπαϊκού νομίσματος και την ενίσχυση του εξαγωγικού χαρακτήρα των ευρωπαϊκών βιομηχανικών/βιοτεχνικών μονάδων ενώπιον του διεθνή ανταγωνισμού

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • σχόλιο στο λήμμα «απολαμβάνω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.