ἀπολαύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀπολαύω < ἀπο- + λαύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leh₂u- (κέρδος, όφελος)

Ρήμα

ἀπολαύω

Συγγενικά

  • ἀπόλαυσις
  • ἀπόλαυσμα
  • ἀπολαυστέον
  • ἀπολαυστικός
  • ἀπολαυστικῶς
  • ἀπολαυστός
  • ἀπολαυτικός

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.