απολαυστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απολαυστικός | η | απολαυστική | το | απολαυστικό |
| γενική | του | απολαυστικού | της | απολαυστικής | του | απολαυστικού |
| αιτιατική | τον | απολαυστικό | την | απολαυστική | το | απολαυστικό |
| κλητική | απολαυστικέ | απολαυστική | απολαυστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απολαυστικοί | οι | απολαυστικές | τα | απολαυστικά |
| γενική | των | απολαυστικών | των | απολαυστικών | των | απολαυστικών |
| αιτιατική | τους | απολαυστικούς | τις | απολαυστικές | τα | απολαυστικά |
| κλητική | απολαυστικοί | απολαυστικές | απολαυστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απολαυστικός < αρχαία ελληνική ἀπολαυστικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.laf.stiˈkos/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.