απόκρουση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απόκρουση | οι | αποκρούσεις |
| γενική | της | απόκρουσης* | των | αποκρούσεων |
| αιτιατική | την | απόκρουση | τις | αποκρούσεις |
| κλητική | απόκρουση | αποκρούσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποκρούσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόκρουση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπόκρου(σις) (η χάση του φεγγαριού, μεσαιωνική σημασία: απώθηση. [1]) + -ση όπως η σημασία του αποκρούω & σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική repulse [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpo.kɾu.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐κρου‐ση
Ουσιαστικό
απόκρουση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αποκρούω
- η απώθηση κάποιου, η αποφυγή μιας επίθεσης, ενός κτυπήματος
- (μεταφορικά) η αναίρεση επιχειρημάτων ή λόγων, η αντίκρουσή τους
- (μεταφορικά) η απόρριψη μιας προσφοράς, πρότασης κ.λπ.
- (αθλητισμός) η αποτροπή της επίτευξης γκολ με το πιάσιμο ή την απομάκρυνση της μπάλας
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- απόκρουση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.