αναίρεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναίρεση οι αναιρέσεις
      γενική της αναίρεσης* των αναιρέσεων
    αιτιατική την αναίρεση τις αναιρέσεις
     κλητική αναίρεση αναιρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναιρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναίρεση < αρχαία ελληνική ἀναίρεσις

Ουσιαστικό

αναίρεση θηλυκό

  1. η ακύρωση μιας αλλαγής
    ο Άρειος Πάγος ως ανώτατο δικαστήριο του κράτους, δικάζει μετά την άσκηση αναίρεσης κατά τελεσίδικης απόφασης εκ των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων
  2. (μουσική) () η ακύρωση της αλλοίωσης ενός φθόγγου που είχε προηγουμένως αλλοιωθεί από μία δίεση ή μία ύφεση
    • διπλή αναίρεση (), αναίρεση δίεση (), αναίρεση ύφεση (): αλλοιώσεις που δεν χρησιμοποιούνται πλέον σήμερα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.