πιάσιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πιάσιμο | τα | πιασίματα |
| γενική | του | πιασίματος | των | πιασιμάτων |
| αιτιατική | το | πιάσιμο | τα | πιασίματα |
| κλητική | πιάσιμο | πιασίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πιάσιμο ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πιάνω
- το κράτημα με το χέρι κάποιου αντικειμένου
- το μάγκωμα
- η σύλληψη ενός ύποπτου ή παρανόμου
- η σύλληψη και κύηση
- η κατάληψη ενός χώρου ή μιας θέσης
- το κόλλημα του φαγητού που μαγειρεύουμε
- η ενοικίαση
- η επιτυχής ανάπτυξη ενός φυτού που φυτέψαμε
- η αγκύλωση, το μούδιασμα, η παραλυσία μέρους ή ολόκληρου του σώματος μας
- το συνήθως πρόχειρη στερέωση υφάσματος ή άλλου αντικειμένου
- το μέρος ενός αντικειμένου από το οποίο μπορεί κάποιος να το πιάσει, λαβή, χερούλι, χειρολαβή
- (συνήθως στον πληθυντικό) οι γυναικείες καμπύλες
Παράγωγα
- πιασιματάκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.