αποκρούω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποκρούω < αρχαία ελληνική ἀποκρούω < ἀπό + κρούω
Ρήμα
αποκρούω
- απωθώ άτομο, αποφεύγω ενεργά ένα χτύπημα, μία επίθεση (π.χ. στον πόλεμο ή στο ποδόσφαιρο)
- (ειδικότερα) (αθλητισμός) (για τερματοφύλακα) σταματάω ή αλλάζω την πορεία της μπάλας ώστε να μην μπει γκολ
- απέκρουσε τα τρία από τα πέντε πέναλτι και κερδίσαμε
- (ειδικότερα) (αθλητισμός) (για τερματοφύλακα) σταματάω ή αλλάζω την πορεία της μπάλας ώστε να μην μπει γκολ
- απορρίπτω μία πρόταση (π.χ. ερωτική)
- αμύνομαι με τη μεταφορική έννοια, αντικρούω (π.χ. τα επιχειρήματα ή τις εναντίον μου κατηγορίες)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποκρούω | απέκρουα | θα αποκρούω | να αποκρούω | αποκρούοντας | |
| β' ενικ. | αποκρούεις | απέκρουες | θα αποκρούεις | να αποκρούεις | απόκρουε | |
| γ' ενικ. | αποκρούει | απέκρουε | θα αποκρούει | να αποκρούει | ||
| α' πληθ. | αποκρούουμε | αποκρούαμε | θα αποκρούουμε | να αποκρούουμε | ||
| β' πληθ. | αποκρούετε | αποκρούατε | θα αποκρούετε | να αποκρούετε | αποκρούετε | |
| γ' πληθ. | αποκρούουν(ε) | απέκρουαν αποκρούαν(ε) |
θα αποκρούουν(ε) | να αποκρούουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απέκρουσα | θα αποκρούσω | να αποκρούσω | αποκρούσει | ||
| β' ενικ. | απέκρουσες | θα αποκρούσεις | να αποκρούσεις | απόκρουσε | ||
| γ' ενικ. | απέκρουσε | θα αποκρούσει | να αποκρούσει | |||
| α' πληθ. | αποκρούσαμε | θα αποκρούσουμε | να αποκρούσουμε | |||
| β' πληθ. | αποκρούσατε | θα αποκρούσετε | να αποκρούσετε | αποκρούστε | ||
| γ' πληθ. | απέκρουσαν αποκρούσαν(ε) |
θα αποκρούσουν(ε) | να αποκρούσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποκρούσει | είχα αποκρούσει | θα έχω αποκρούσει | να έχω αποκρούσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποκρούσει | είχες αποκρούσει | θα έχεις αποκρούσει | να έχεις αποκρούσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποκρούσει | είχε αποκρούσει | θα έχει αποκρούσει | να έχει αποκρούσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποκρούσει | είχαμε αποκρούσει | θα έχουμε αποκρούσει | να έχουμε αποκρούσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποκρούσει | είχατε αποκρούσει | θα έχετε αποκρούσει | να έχετε αποκρούσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποκρούσει | είχαν αποκρούσει | θα έχουν αποκρούσει | να έχουν αποκρούσει |
| |
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.