απόκομμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | απόκομμα | τα | αποκόμματα |
| γενική | του | αποκόμματος | των | αποκομμάτων |
| αιτιατική | το | απόκομμα | τα | αποκόμματα |
| κλητική | απόκομμα | αποκόμματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόκομμα (1,2) < (ελληνιστική κοινή) ἀπόκομμα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική coupon)
- απόκομμα (3) < αποκόβω + -μα, → δείτε -κομμα
Ουσιαστικό
απόκομμα ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.