-κομμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | -κομμα | τα | -κόμματα |
| γενική | του | -κόμματος | των | -κομμάτων |
| αιτιατική | το | -κομμα | τα | -κόμματα |
| κλητική | -κομμα | -κόμματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -κομ‐μα
Επίθημα
-κομμα
- (λαϊκότροπο) σχηματισμός ουσιαστικών με προφορικό ή λαϊκότροπο χαρακτήρα από ρήματα σε -κόβω
- ξεκόβω > ξέκομμα
- πετσοκόβω > πετσόκομμα
Σημειώσεις
Παρόμοια:
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κομμα στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε -κομμα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
-κομμα
|
|
Αναφορές
- πετσόκομμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.