βαθμηδόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βαθμηδόν < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βαθμηδόν[1] < βαθμός < βαίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /va.θmiˈðon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαθμηδόν
παλιότερος συλλαβισμός: βαθμηδόν

Επίρρημα

βαθμηδόν

Μεταφράσεις

Αναφορές


ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.