βαθμηδόν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βαθμηδόν < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βαθμηδόν[1] < βαθμός < βαίνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.θmiˈðon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαθ‐μη‐δόν
- παλιότερος συλλαβισμός : βα‐θμη‐δόν
Επίρρημα
βαθμηδόν
- σιγά σιγά, σταδιακά
- ※ Ας ρουφούμε το κρασάκι / στες αρχές απ' ολιγάκι / και κινώντας βαθμηδόν / ας υψώνομε τη δόση, / ως ν' ανάψει, να κορώσει / το κεφάλι μας σχεδόν. (Αθανάσιος Χριστόπουλος, Φαγοπότι, από την ποιητική συλλογή Βακχικά)
Μεταφράσεις
βαθμηδόν
|
Αναφορές
- βαθμηδόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.