αποθέτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποθέτω < μεσαιωνική ελληνική αποθέτω < αρχαία ελληνική ἀποτίθημι

Ρήμα

αποθέτω

  1. τοποθετώ κάτι κάτω, στη θέση του ή καταγής
      Θα κρατήσω ένα τριαντάφυλλο, να τ' αποθέσω, στο γυρισμό, στο μνήμα του Κωστή Παλαμά. (Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος)
  2. προσφεύγω
    όταν προσβάλλεται το δικαίωμά του, αυτός πρέπει να αποταθεί στην Πολιτεία

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.