αποθέτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποθέτω < μεσαιωνική ελληνική αποθέτω < αρχαία ελληνική ἀποτίθημι
Ρήμα
αποθέτω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποθέτω | απέθετα | θα αποθέτω | να αποθέτω | αποθέτοντας | |
| β' ενικ. | αποθέτεις | απέθετες | θα αποθέτεις | να αποθέτεις | απέθετε | |
| γ' ενικ. | αποθέτει | απέθετε | θα αποθέτει | να αποθέτει | ||
| α' πληθ. | αποθέτουμε | αποθέταμε | θα αποθέτουμε | να αποθέτουμε | ||
| β' πληθ. | αποθέτετε | αποθέτατε | θα αποθέτετε | να αποθέτετε | αποθέτετε | |
| γ' πληθ. | αποθέτουν(ε) | απέθεταν αποθέταν(ε) |
θα αποθέτουν(ε) | να αποθέτουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απέθεσα | θα αποθέσω | να αποθέσω | αποθέσει | ||
| β' ενικ. | απέθεσες | θα αποθέσεις | να αποθέσεις | απέθεσε | ||
| γ' ενικ. | απέθεσε | θα αποθέσει | να αποθέσει | |||
| α' πληθ. | αποθέσαμε | θα αποθέσουμε | να αποθέσουμε | |||
| β' πληθ. | αποθέσατε | θα αποθέσετε | να αποθέσετε | αποθέστε | ||
| γ' πληθ. | απέθεσαν αποθέσαν(ε) |
θα αποθέσουν(ε) | να αποθέσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποθέσει | είχα αποθέσει | θα έχω αποθέσει | να έχω αποθέσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποθέσει | είχες αποθέσει | θα έχεις αποθέσει | να έχεις αποθέσει | έχε αποτεθειμένο | |
| γ' ενικ. | έχει αποθέσει | είχε αποθέσει | θα έχει αποθέσει | να έχει αποθέσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποθέσει | είχαμε αποθέσει | θα έχουμε αποθέσει | να έχουμε αποθέσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποθέσει | είχατε αποθέσει | θα έχετε αποθέσει | να έχετε αποθέσει | έχετε αποτεθειμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν αποθέσει | είχαν αποθέσει | θα έχουν αποθέσει | να έχουν αποθέσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αποτεθειμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αποτεθειμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αποτεθειμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αποτεθειμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.